ανανθώ

ανανθώ
(ε) αμετ. снова цвести, расцветать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανανθώ" в других словарях:

  • ανανθώ — ( έω) (Α ἀνανθῶ) (για φυτά) ξανανθίζω, συνεχίζω να ανθίζω αρχ. ανακτώ σφρίγος, ανανεώνομαι, ξαναδυναμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀνθῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»